Οινειδης

Οινειδης
    Οἰνείδης
    дор. Οἰνεΐδᾱς -ου, эп. αο ὅ Энид, сын Энея

(Οἰνεύς)

, т.е. Τυδεύς Hom.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Οινειδης" в других словарях:

  • Οἰνείδης — Οἰνεΐδης , Οἰνεΐδης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἰνείδαι — Οἰνεΐδαι , Οἰνεΐδης masc nom/voc pl Οἰνεΐδᾱͅ , Οἰνεΐδης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἰνείδας — Οἰνεΐδᾱς , Οἰνεΐδης masc acc pl Οἰνεΐδᾱς , Οἰνεΐδης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἰνειδῶν — Οἰνεϊδῶν , Οἰνεΐδης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἰνείδαις — Οἰνεΐδαις , Οἰνεΐδης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἰνείδαο — Οἰνεΐδᾱο , Οἰνεΐδης masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἰνείδῃ — Οἰνεΐδῃ , Οἰνεΐδης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»